Αντίθετο στην ΕΣΔΑ το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την επιτάχυνση των εκκρεμών δικών του ν. 3869/2010 (Νόμου Κατσέλη)
Το σχέδιο νόμου που έχει θέσει σε δημόσια διαβούλευση το Υπουργείο Δικαιοσύνης με τίτλο «Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ …», έχει ως διακηρυγμένο σκοπό την επιτάχυνση της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων του νόμου Κατσέλη κατά τρόπο που να συμβαδίζει με τις επιταγές της ΕΣΔΑ για μία δίκαιη δίκη. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το σχέδιο νόμου βαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση: Όχι μόνο δεν προσφέρει ουσιαστική πρόοδο στην αντιμετώπιση του προβλήματος αλλά και επιδεινώνει τις προϋποθέσεις για τη διασφάλιση μίας δίκαιης δίκης για τα διάδικα μέρη, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Το φαινόμενο της καθυστέρησης στην εκδίκαση των υποθέσεων του νόμου Κατσέλη, όπως σήμερα αυτό έχει διαπιστωθεί σε περίπου 30 ειρηνοδικεία της χώρας, ασφαλώς δεν οφείλεται στη διαδικασία συζήτησης των υποθέσεων, ούτε βέβαια θα είχε αντιμετωπιστεί αν ίσχυε εξαρχής η προτεινόμενη με το σχέδιο νόμου νέα διαδικασία. Οφείλεται σε άλλους παράγοντες, και κατ’ εξοχήν στην ανεπάρκεια υποδομών και ανθρώπινων πόρων, όπως επισημαίνεται, άλλωστε, και στην αιτιολογική έκθεση του προτεινόμενου νομοθετήματος. Οι ίδιοι όμως αρνητικοί παράγοντες θα συνεχίσουν να υφίστανται, αφού το σχέδιο νόμου ουδόλως εισφέρει μέτρα για την αντιμετώπισή τους.
Αντίθετα, το σχέδιο νόμου οδηγεί σε επιπλέον επιβάρυνση των υπηρεσιών των συγκεκριμένων ειρηνοδικείων και φυσικά των υπηρετούντων σ’ αυτά ειρηνοδικών. Για τους ειρηνοδίκες, ειδικότερα, θα είναι ανθρωπίνως αδύνατο να ανταποκριθούν και να διεκπεραιώσουν ένα τεράστιο όγκο υποθέσεων (37.000 περίπου) στον ελάχιστο χρόνο των 6 μηνών εντός του έτους 2021, όπως αυτό προβλέπει, μαζί μάλιστα με τις άλλες υποθέσεις που ήδη έχουν προσδιοριστεί για το ίδιο διάστημα.
Η δίκαιη δίκη προϋποθέτει την παροχή στο δικαστήριο του αναγκαίου χρόνου αξιολόγησης και διάσκεψης καθώς μόνο τότε διασφαλίζεται η ακρόαση των μερών, η ουσιαστική διερεύνηση των αιτήσεων των οφειλετών ή των ενστάσεων των πιστωτών και η ορθή και δίκαιη κρίση επ’ αυτών. Το σχέδιο νόμου ανατρέπει όμως τους ουσιαστικούς όρους απονομής δικαιοσύνης, αξιώνοντας την κρίση δικαστικών λειτουργών σε συνθήκες που αυτή δεν μπορεί να είναι δίκαιη.
Η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επιδιώκεται εις βάρος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Σε αυτή την προσέγγιση παραπέμπει και η χρήση του όρου «εντός ευλόγου χρόνου» σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Οι καθυστερήσεις που το Υπουργείο Δικαιοσύνης οφείλει να αντιμετωπίσει είναι οι καθυστερήσεις που θα μπορούσαν να αποφευχθούν, χωρίς να διακινδυνεύεται η δίκαιη δίκη.
Περαιτέρω, το σχέδιο νόμου προβλέπει τον επαναπροσδιορισμό των υποθέσεων από τους ίδιους τους οφειλέτες, μέσα σε ασφυκτικές προθεσμίες, καθώς διαφορετικά η αίτηση θεωρείται ως μηδέποτε ασκηθείσα, με αποτέλεσμα ο οφειλέτης να χάνει την προστασία που έχει αιτηθεί, και ιδίως της κύριας κατοικίας, για την οποία το υφιστάμενο πλέον δίκαιο δεν παρέχει καμία δυνατότητα. Η εν λόγω διάταξη είναι αντισυνταγματική καθώς οδηγεί στην απόρριψη δικαστικής αίτησης του οφειλέτη, δίχως αυτή να εκδικαστεί. Είναι, εξάλλου, σαφές ότι, εφόσον το πρόβλημα εδράζεται στην αδυναμία της Πολιτείας να ανταποκριθεί στη δική της υποχρέωση να εξασφαλίσει την εκδίκαση των υποθέσεων σε εύλογο χρόνο, δεν επιτρέπεται να μετατίθεται το βάρος και κόστος επαναπροσδιορισμού στον οφειλέτη.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΔΙΠΚΑ, αναγνωρίζοντας την αξία που έχει η επίσπευση της εκδίκασης των εν λόγω υποθέσεων όχι μόνο για τους πιστωτές αλλά και, κατ’ εξοχήν, για τους οφειλέτες που αιτούνται τη δικαστική προστασία και την παροχή μίας δεύτερης ευκαιρίας συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή, χωρίς τα ανυπέρβλητα βάρη του παρελθόντος, επισημαίνει την ανάγκη απόσυρσης των διατάξεων που παραβιάζουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη κατά άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Προτείνει δε την νομοθετική αντιμετώπιση του προβλήματος προς την ακόλουθη κατεύθυνση:
Με το άρθρο 2 του ν. 4336/2015, τα ειρηνοδικεία της χώρας υποχρεώθηκαν εντός τριετίας σε έναν αναπροσδιορισμό των υποθέσεων, η οποία με την αύξηση και των οργανικών θέσεων των ειρηνοδικών που ακολούθησε, οδήγησε σε μερική αντιμετώπιση του προβλήματος και στην ταχύτερη εκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων, δίχως πρόσθετο κόστος για τους οφειλέτες, στα περισσότερα ειρηνοδικεία της χώρας. Για τα ειρηνοδικεία που εξακολουθεί να υφίσταται το πρόβλημα, λύση θα μπορούσε να αποτελέσει η εκ νέου επιμήκυνση του χρόνου διεκπεραίωσης των επαναπροσδιοριζόμενων υποθέσεων ενδεχομένως σε τρία και πάλι έτη, όπως προέβλεπε και ο ν. 4336/2015.
Να τροποποιηθούν οι κανονισμοί των Ειρηνοδικείων στα οποία υφίσταται το πρόβλημα της καθυστέρησης εκδίκασης, προς την κατεύθυνση της προσαρμογής τους στην ανάγκη διεκπεραίωσης των επαναπροσδιοριζομένων υποθέσεων, στο μέτρο που το επιτρέπουν οι ειδικές υπηρεσιακές συνθήκες κάθε ειρηνοδικείου. Η τροποποίηση αυτή θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει προβλέψεις όπως : α) την αύξηση του αριθμού των δικασίμων για τις συγκεκριμένες υποθέσεις (αύξηση πινακίων όπου είναι δυνατόν ), οι οποίες προσωρινά μπορεί να οριστούν και στη θέση δικασίμων άλλου είδους υποθέσεων που δεν παρουσιάζουν πρόβλημα καθυστέρησης στην εκδίκασή τους, β) την αύξηση του αριθμού των υποθέσεων ανά δικάσιμο όπου ο προβλεπόμενος αριθμός είναι μικρός, γ) την αύξηση των κατ’ έτος χρεώσεων των ειρηνοδικών σε ανεκτά επίπεδα όπου ο προβλεπόμενος αριθμός είναι χαμηλός, δ) τη δυνατότητα του Διευθύνοντος το Ειρηνοδικείο με πράξη του λόγω του εξαιρετικού της περίπτωσης να μετακινεί κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους δικαστές από άλλα τμήματα σ’ αυτό των υποθέσεων υπερχρεωμένων, ε) την εφαρμογή από το Διευθύνοντα το Ειρηνοδικείο της διάταξης του άρθρου 15 παρ. 7β περ. δδ του ν. 1756/1988 σχετικά με τη συζήτηση υποθέσεων καθ’ υπέρβαση του αριθμού που έχει καθοριστεί από την ολομέλεια ή τον κανονισμό του δικαστηρίου
Η ΕΔΙΠΚΑ προφανώς συμμερίζεται την ανάγκη διαμόρφωσης, προς επίσπευση των εν λόγω υποθέσεων, μίας νέας διαδικασίας που θα στηρίζεται στο δικονομικό πρότυπο της διαδικασίας του ν. 4335/2015, στο πλαίσιο πάντα της εκουσίας δικαιοδοσίας. Μια τέτοια όμως, διαδικασία οφείλει να παρέχει τις εγγυήσεις για μια δίκαιη δίκη, στο πλαίσιο αυτών που η ΕΔΙΠΚΑ έχει προτείνει με βάση την πρόταση νόμου που δημοσιοποίησε τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους για «την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας των φυσικών προσώπων και την προστασία της κύριας κατοικίας».
Μόνη η παράλειψη επαναπροσδιορισμού της υπόθεσης από την πλευρά του οφειλέτη, και μάλιστα στις σύντομες προθεσμίες που τίθενται από το σχέδιο, δεν επιτρέπεται να οδηγεί στην απώλεια της αιτηθείσας προστασίας, να λογίζεται δηλαδή η αίτηση ως μηδέποτε ασκηθείσα, όταν πλέον, μάλιστα, η υφιστάμενη νομοθεσία δεν παρέχει τη δυνατότητα δικαστικής ρύθμισης των χρεών με προστασία της κύριας κατοικίας. Με δεδομένο ότι η εν λόγω ρύθμιση σκοπό έχει να αποτρέψει τη μακρόχρονη εκμετάλλευση του καθεστώτος προσωρινής προστασίας από αιτούντες που τελικά δεν θα δικαιωθούν ως προς τη δικαστική ρύθμιση των χρεών τους, θα μπορούσε - για την πάντως αδικαιολόγητη περίπτωση που το βάρος επαναπροσδιορισμού μετατεθεί στον οφειλέτη - να είναι ένα επαρκές κίνητρο για τον επαναπροσδιορισμό η εξάρτηση από αυτόν της διατήρησης του καθεστώτος προσωρινής προστασίας.
Η πρόσβαση των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων σε δίκαιες διαδικασίες ρύθμισης και απαλλαγής από τα χρέη, με προστασία της κύριας κατοικίας τους, είναι θεμελιώδης υποχρέωση του κοινωνικού κράτους δικαίου. Γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται οι εκκρεμείς υποθέσεις του νόμου Κατσέλη να αντιμετωπίζονται ως περιττό βάρος, από το οποίο θα πρέπει, με κάθε τρόπο, να απαλλαγούν τα δικαστήρια. Αντιθέτως, επειδή η εν λόγω δικαστική προστασία αφορά κατ’ εξοχήν αδύναμους οφειλέτες, οφείλει η Πολιτεία να λάβει όλα εκείνα τα μέτρα που θα διασφαλίσουν και την ουσιαστική πρόσβαση των υπερχρεωμένων στις διαδικασίες και τη δίκαιη κρίση επί των αιτήσεών τους.
Comments