Απόφαση 1398 / 2019 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1398/2019 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Δ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Βρυνιώτη, Γεώργιο Χοϊμέ, Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου και Αντώνιο Τσαλαπόρτα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Δ. Κ. του Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα Φιλίππου, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 3226/2004 και μετά από την υπ' αριθμ. 187/2018 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ", που εδρεύει στην .... και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "...", η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αφροδίτη Πετροπούλου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-9-2012 αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Δύμης και επί της οποίας εκδόθηκε η 6/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Με την από 12-4-2017 αίτησή της η αιτούσα και ήδη αναιρεσείουσα ζήτησε τη μεταρρύθμιση της ως άνω απόφασης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 40/2017 οριστική του Ειρηνοδικείου Δύμης και 162/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24-5-2018 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Αντώνιο Τσαλαπόρτα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθεμία δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 4 του Ν. 3869/2010 και 758 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι εκδοθείσες κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας οριστικές αποφάσεις για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, μπορούν με αίτηση διαδίκου μετά τη δημοσίευσή τους να ανακληθούν ή να μεταρρυθμιστούν από το Δικαστήριο που τις εξέδωσε, αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του οφειλέτη, εξαιτίας των οποίων μεταβλήθηκαν μεταγενέστερα οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση. Τούτο διότι στις δίκες της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν γίνεται δεσμευτική διάγνωση εννόμων σχέσεων, όπως ισχύει στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αλλά διατάσσονται τα κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα σε σχέση με τη νομική κατάσταση και λειτουργία φυσικού προσώπου. Συνεπώς ο σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η προσαρμογή των ρυθμιστικών μέτρων στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες πραγματικές καταστάσεις προς πραγμάτωση του σκοπού της, προς επέλευση δηλαδή του ρυθμιστικού αποτελέσματος (βλ. ΑΠ 640/2003). Περαιτέρω, ο όρος "μεταβολή των συνθηκών" είναι ευρύτερος, γιατί η μεταβολή μπορεί να προκύπτει όχι μόνο από την επιγένεση νέων περιστατικών, αλλά και από άλλες αφορμές ή αιτίες, όπως από την εξέλιξη ενός θεσμού, την εμφάνιση νέων αναγκών κ.λπ., σε αυτή δε την μεταβολή των συνθηκών μπορεί να εντάσσεται και η μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος υπό την ισχύ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση ή και η μεταστροφή της νομολογίας σε σχέση με νομικό ζήτημα που τέθηκε υπόψη του (ΑΠ 353/2012). Η δυνατότητα τροποποίησης που στηρίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 8 του Ν. 3869/2010, αναφέρεται αποκλειστικά στη ρύθμιση της δικαστικής αποφάσεως που αφορά τα ποσά των μηνιαίων καταβολών στα πλαίσια της παρ. 2 του άρθρου 8 του νόμου και όχι άλλα ζητήματα. Αντίστοιχη πρόβλεψη λείπει στο άρθρο 9 παρ. 2 του νόμου, προκειμένου περί δικαστικής αποφάσεως που εξαιρεί από την εκποίηση την πρώτη κατοικία ρυθμίζοντας την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών σε ποσοστό μέχρι και το 85% της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας, όπως η εν λόγω διάταξη ίσχυε προ της τροποποιήσεώς της με το Ν. 4161/2013 και το Ν. 4346/2015, είτε της αντικειμενικής, υπό το δίκαιο του Ν. 4161/2013 είτε της εμπορικής υπό το δίκαιο του Ν. 4346/2015. Εξάλλου, για την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας του οφειλέτη, ο νόμος δεν παραθέτει κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους των μηνιαίων καταβολών, αφού ο οφειλέτης στην περίπτωση αυτή είναι αναγκασμένος να καταβάλλει τις δόσεις αυτές (προκειμένου να αποφύγει την εκποίηση) έστω και αν έχει ελάχιστα εισοδήματα μόλις επαρκούντα για τη διαβίωσή του (είναι κατ` αυτόν τον τρόπο αδιάφορη η διακύμανση των εισοδημάτων του οφειλέτη). Ενόψει αυτής της διαφοράς πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα της ανάλογης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρ. 8 παρ. 4 στην περίπτωση του άρθρ. 9 παρ. 2 του νόμου, όσον αφορά στο οριζόμενο ποσό για την προστασία της κύριας κατοικίας, καθώς, άλλωστε, ο νομοθέτης αν επιθυμούσε κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να το προβλέψει παραπέμποντας στη διάταξη αυτή. Η παράλειψη παραπομπής σημαίνει αρνητική ρύθμιση. Τόσο η εμπορική όσο και η αντικειμενική αξία, στη διαδρομή του χρόνου υπόκεινται σε διακυμάνσεις. Η δεύτερη με κανονιστική πράξη της πολιτείας. Εξάλλου, στην περίπτωση του άρθρου 8 παρ. 4 το χρονικό διάστημα είναι μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4161/2013, 3 έως 5 έτη, ενώ στην περίπτωση του άρθρου 9 παρ. 2 το διάστημα μπορεί να ανέλθει σε 20 έτη και υπό προϋποθέσεις σε 35 έτη, με αποτέλεσμα συνεχείς ανατροπές της γενομένης ρυθμίσεως, καθώς οι δυνατότητες τροποποιήσεως θα ήταν κατά πολύ ευρύτερες, αποτέλεσμα που, όμως, δεν είναι ανεκτό χάριν της επιβαλλόμενης σταθερότητας και ασφάλειας δικαίου που πρέπει να διακρίνει τη γενομένη ρύθμιση. Μεταβολή της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010 (και μείωση των δόσεων συνεπεία αυτής) δεν μπορεί να συντελεσθεί ούτε μέσω της μειώσεως είτε της εμπορικής, υπό το προγενέστερο δίκαιο, είτε της αντικειμενικής, υπό το δίκαιο του Ν. 4161/2013, αξίας της πρώτης κατοικίας είτε της εμπορικής υπό το δίκαιο του Ν. 4346/2015, με βάση το άρθρο 758 ΚΠολΔ, οπότε με τον τρόπο αυτό, θα μπορούσε να καλυφθεί η έλλειψη νομοθετικής προβλέψεως στην ίδια την διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Νόμου, για το λόγο ότι η αναγνώριση δυνατότητας στα ενδιαφερόμενο μέρη να προσφεύγουν στο δικαστήριο και να ζητούν τροποποίηση της δικαστικής αποφάσεως που ορίζει μηνιαίες καταβολές στα πλαίσια του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου θα οδηγούσε σε πολλαπλασιασμό των δικών. Ειδικότερα κάθε φορά που θα μεταβάλλεται η αντικειμενική αξία του ακινήτου ή θα επέρχεται νομοθετική μεταβολή ως προς τις προϋποθέσεις προστασίας της κύριας κατοικίας (ήδη από το έτος 2010 όταν και τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 3869/2010 έως σήμερα έχουν ισχύσει τρεις διαφορετικές ρυθμίσεις - 85% εμπορικής αξίας, 80% αντικειμενικής αξίας, εμπορική αξία) θα μπορούσε ο διάδικος που πίστευε ότι θα αποκόμιζε όφελος από τη μεταβολή να ζητήσει την τροποποίηση της αποφάσεως. Ωστόσο κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει όχι μόνο άπαξ, αλλά πολλές φορές όχι μόνο από την πλευρά του οφειλέτη, αλλά και από την πλευρά των πιστωτών. Κατ' αυτόν τον τρόπο, όμως, ανατρέπεται η βεβαιότητα και η ασφάλεια δικαίου, αφού, αν επιτρεπόταν τέτοια τροποποίηση, θα έπρεπε να αλλάζουν οι μηνιαίες δόσεις και ο χρόνος καταβολής τους, το οποίο είναι αμφίβολο αν καλύπτεται από το γράμμα και το σκοπό της ΚΠολΔ 758. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο προσδιορισμός των μηνιαίων καταβολών έγινε υπό το προγενέστερο δίκαιο με βάση την εμπορική αξία της πρώτης κατοικίας και μετά το Ν. 4161/2013 επιδιώκεται νέος προσδιορισμός κατά τροποποίηση του προηγούμενου με βάση την αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας. Δεν ισχύουν, ωστόσο, τα παραπάνω, όσον αφορά την τροποποίηση της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 ως προς τη διάρκεια αυτής, καθώς ενδεχόμενη χρονική επιμήκυνση αυτής, προκειμένου να προσαρμοσθούν οι καταβολές στις νέες δυνατότητες του οφειλέτη αφενός ουδόλως βλάπτει τους πιστωτές, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση εισπράττουν τις απαιτήσεις τους εντόκως, και αφετέρου ουδεμία ανασφάλεια δικαίου προκαλεί, καθώς δεν ανατρέπεται ο πυρήνας και η βάση της ρύθμισης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 1 εδάφ. α' του ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών... Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 849/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη 162/2018 απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 3 ν. 3869/2010, 739 ΚΠολΔ), δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "...η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 12-04-2017 αίτησή της, ιστορούσε ότι έχει υπαχθεί στη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων του Ν. 3869/2010, δυνάμει της υπ' αριθ. 6/2013 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Δύμης, με την οποία αφενός μεν ρυθμίστηκαν τα χρέη της με μηνιαίες καταβολές ποσού 100,00 ευρώ, προς την μετέχουσα στη δίκη πιστώτριά της επί μία τετραετία, αφετέρου δε εξαιρέθηκε από την εκποίηση η κύρια κατοικία της, με μηνιαίες καταβολές ποσού 309,90 ευρώ, προς την μετέχουσα πιστώτριά της επί 16 έτη, με χορήγηση περιόδου χάριτος τεσσάρων ετών ως προς την έναρξη των καταβολών για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της. Με βάση αυτό το ιστορικό, λόγω του ότι είναι έγγαμη μητέρα δύο ανηλίκων τέκνων, χωρίς κανένα εισόδημα, αφού τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της είναι άνεργοι, αλλά και διότι η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας της μειώθηκε στο ποσό των: 38.558,00 ευρώ, σύμφωνα με την υπ' αριθ. ....4/15-12-2015 πράξη της Τράπεζας ...., ζητούσε: α) να μεταρρυθμιστεί η υπ' αριθ. 6/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Δύμης, β) να κριθεί ότι η αντικειμενική αξία του ακινήτου της είναι 59.376,90 ευρώ και υποχρεούται στην καταβολή του 80% της αξίας αυτής, γ) επικουρικά να κριθεί ότι η κατά την υπ' αριθ. ....4/15-12-2015 πράξη της Τράπεζας .... αξία του ακινήτου της είναι 35.558,00 ευρώ, όπως και η εν γένει εμπορική αξία της και υποχρεούται να καταβάλλει το ποσό αυτό, δ) άλλως να επεκταθεί το ποσό των 59.500,00 ευρώ, που κρίθηκε με την ανωτέρω απόφαση αντί των 16 ετών σε περίοδο αποπληρωμής 35 ετών, με ποσό καταβολής 141,66 ευρώ και ε) να ισχύσει η περίοδος αποπληρωμής από την έκδοση της απόφασης επί της μεταρρύθμισης. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 40/2017 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αίτηση ως νόμω αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της, με την οποία ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, με σκοπό να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αίτησή της, ισχυριζόμενη ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσής της. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον η μεταρρύθμιση της απόφασης ως προς την ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 είναι εκτός του ρυθμιστικού πεδίου εφαρμογής του νόμου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην μείζονα σκέψη της παρούσας. Η εκκαλούμενη λοιπόν απόφαση που έκρινε για όλα τα ανωτέρω ζητήματα με τον ίδιο τρόπο, ορθά το νόμο ερμήνευσε, όσα δε διαφορετικά υποστηρίζει η εκκαλούσα με το λόγο της έφεσής της, κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα". Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση από το άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα η αναιρεσείουσα εκθέτει ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου με το να γίνει δεκτό ότι κατά τις διατάξεις του ν. 3869/2010 σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 758 επ. ΚΠολΔ και την ΠΟΛ. 1009/2016 που αφορούσε την αναπροσαρμογή των τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου, μειώθηκαν κατά 200 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων μεταξύ των οποίων και του δικού της, ομοίως και ο συντελεστής εμπορικότητας και ότι συνεπώς θα έπρεπε να μεταρρυθμιστεί η αρχική 6/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Δύμης ως προς την αντικειμενική αξία του ακινήτου και επικουρικά ότι έπρεπε να μεταρρυθμιστεί ως προς τη διάρκεια αποπληρωμής του ποσού και να επιμηκυνθεί αυτή. Όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, τόσο η εμπορική όσο και η αντικειμενική αξία, στη διαδρομή του χρόνου υπόκεινται σε διακυμάνσεις. Η δεύτερη με κανονιστική πράξη της πολιτείας. Τέτοια μεταβολή της εμπορικής ή αντικειμενικής αξίας θα μπορούσε να δικαιολογήσει τροποποίηση της αποφάσεως με αίτηση του ενδιαφερομένου διαδίκου. Βάση προς τούτο θα μπορούσε να αποτελέσει η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 758 ΚΠολΔ. Με τον τρόπο αυτό, θα μπορούσε να καλυφθεί η έλλειψη νομοθετικής προβλέψεως στην ίδια την διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Νόμου. Ωστόσο η εν προκειμένω εφαρμογή της ΚΠολΔ 758 θα πρέπει να αποκλεισθεί με βασικό επιχείρημα ότι η αναγνώριση δυνατότητας στα ενδιαφερόμενα μέρη να προσφεύγουν στο δικαστήριο και να ζητούν τροποποίηση της δικαστικής αποφάσεως που ορίζει μηνιαίες καταβολές στα πλαίσια του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου θα οδηγούσε σε πολλαπλασιασμό των δικών. Ειδικότερα κάθε φορά που θα μεταβαλλόταν η αντικειμενική αξία του ακινήτου θα μπορούσε ο διάδικος που πίστευε ότι θα αποκόμιζε όφελος από τη μεταβολή να ζητήσει την τροποποίηση της αποφάσεως. Ωστόσο κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει όχι μόνο άπαξ, αλλά πολλές φορές όχι μόνο από την πλευρά του οφειλέτη, αλλά και από την πλευρά των πιστωτών. Έτσι όμως ανατρέπεται η βεβαιότητα και η ασφάλεια δικαίου αφού αν επιτρεπόταν τέτοια τροποποίηση θα έπρεπε να αλλάζουν οι μηνιαίες δόσεις και ο χρόνος καταβολής τους. Κάτι τέτοιο όμως είναι αμφίβολο αν καλύπτεται από το γράμμα και το σκοπό της ΚΠολΔ 758. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο προσδιορισμός των μηνιαίων καταβολών έγινε υπό το προγενέστερο δίκαιο με βάση την εμπορική αξία της πρώτης κατοικίας και μετά το Ν. 4161/2013 επιδιώκεται νέος προσδιορισμός κατά τροποποίηση του προηγούμενου με βάση την αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας Δεν ισχύουν, ωστόσο, τα παραπάνω όσον αφορά την τροποποίηση της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 ως προς τη διάρκεια αυτής, καθώς ενδεχόμενη χρονική επιμήκυνση αυτής, προκειμένου να προσαρμοσθούν οι καταβολές στις νέες δυνατότητες του οφειλέτη αφενός ουδόλως βλάπτει τους πιστωτές, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση εισπράττουν τις απαιτήσεις τους εντόκως, και αφετέρου ουδεμία ανασφάλεια δικαίου προκαλεί, καθώς δεν ανατρέπεται ο πυρήνας και η βάση της ρύθμισης. Επομένως το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών που στην προκειμένη περίπτωση δίκασε ως Εφετείο με το να απορρίψει με τις ανωτέρω σκέψεις τον αντίστοιχο λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας, κατά της ομοίως κρίνασας, πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε στο σύνολο η αίτηση μεταρρύθμισης της 6/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πατρών, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε κατά ένα μέρος και δεν παραβίασε, τις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 και της ΠΟΛ. 1009/2016 και ειδικότερα όσον αφορά το κύριο αίτημα της αίτησης για μεταρρύθμιση της με αριθμ. 6/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Δύμης ως προς την αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας της που εξαιρέθηκε από την εκποίηση. Επομένως ως αβάσιμος κατ' ουσία κρίνεται ως προς το συγκεκριμένο τμήμα του ο πρώτος λόγος αναίρεσης, Όσον αφορά όμως το επικουρικό αίτημα για τροποποίηση της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/ 2010 ως προς τη διάρκεια αυτής και την χρονική επιμήκυνσή της το δικαστήριο απορρίπτοντας αυτό ως μη νόμιμο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις καθόσον ως προς αυτό το αίτημα είναι δυνατή η μεταρρύθμιση της απόφασης με βάση τη διάταξη του άρθρου 758 ΚΠολΔ και επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος προς το επικουρικό αίτημα της αίτησης μεταρρύθμισης ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης. Κατά το άρθρο 14 του ν. 3869/2010, οι αποφάσεις του δικαστηρίου υπόκεινται σε έφεση και σε αναίρεση σύμφωνα με το άρθρο 560 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάζει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος (άρθρ. 744) και ότι το δικαστήριο, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάζει αυτεπαγγέλτως κάθε τι που κατά την κρίση του είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων (άρθρ. 759 παρ. 3). Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 ΚΠολΔ και καθιερώνεται για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η ειδική αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει τις γνήσιες και τις μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή και εκείνες τις ιδιωτικές διαφορές που ο νόμος παραπέμπει για εκδίκαση στην ειδική αυτή διαδικασία, λόγω της απλότητας και συντομίας από την οποία κυριαρχείται. Το ανακριτικό αυτό σύστημα ισχύει και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώ η εξουσία του δικαστηρίου για λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την ανεύρεση της αλήθειας δεν οριοθετείται από το νόμο και, άρα, είναι απεριόριστη, αφού μπορεί να λάβει υπόψη ακόμη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (όχι, όμως, και ανεπίτρεπτα), καθώς και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου ή αποδεικτικά μέσα εκτός του καταλόγου του άρθρου 339 ΚΠολΔ, αποδεσμευόμενο από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης (ΑΠ 769/2015, ΑΠ 36/2015). Επομένως, κατά την πιο πάνω διαδικασία δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 769/2015, ΑΠ 1844/2009, ΑΠ 2228/2007) και, συνακόλουθα, από τον αριθμό 5 του (νέου) άρθρου 560 του ίδιου Κώδικα. Στην ερευνώμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετικές πλημμέλειες από τον αριθμό 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, ήτοι ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στην απόφασή του δεν έλαβε υπόψη του και δεν αξιολόγησε τους αναφερόμενους ουσιώδεις - λυσιτελείς, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, ισχυρισμούς της, που πρότεινε παραδεκτά στο παραπάνω δικαστήριο και, συγκεκριμένα, ότι "δύναται να μεταρρυθμιστεί η αρχική 6/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Δύμης". Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απαράδεκτος, διότι στην παρούσα διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, ανεξάρτητα και από το γεγονός ότι ο ισχυρισμός αυτός λήφθηκε υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και, εκ του πράγματος, απορρίφθηκε, αφού η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με αυτόν (ΑΠ Ολομ. 11/1996, ΑΠ 1150/2011, ΑΠ 421 - 425/2009). Κατά την διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 6 του Κ.Πολ.Δικ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 και ισχύει, κατ` άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 του νόμου αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 1-1-2016, όπως είναι και η ένδικη αίτηση αναίρεσης, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την διάταξη αυτή, που αποτελεί, όπως και εκείνη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ίδιου Κώδικα, κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση γιατί δεν έχει καθόλου ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ο από αυτήν λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν, από το αιτιολογικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς και επαρκώς, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που είναι, κατά το νόμο, αναγκαία για την εφαρμογή, στην συγκεκριμένη περίπτωση, του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, όπως και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με συνέπεια να μην είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή όχι εφαρμογής του κανόνα αυτού του ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά την διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις της αποφάσεως ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση και στάθμισή τους και στην αιτιολόγηση του εξαγομένου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατά την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 1416/ 2012, ΑΠ 1208/2011, ΑΠ 44/2003, ΑΠ 1702/2001). Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και η επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε η εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (Ολ.ΑΠ 24/1992, Ολ.ΑΠ 1/1999, ΑΠ 9/2013). Το πόρισμα, δηλ. το συμπέρασμα που προκύπτει από τις αποδείξεις είναι σαφές όταν αναφέρεται στην απόφαση χωρίς ενδοιασμούς (με βεβαιότητα) ότι αποδείχθηκε συγκεκριμένο γεγονός και δεν χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο εκφράσεις που κλονίζουν το πόρισμα, ως προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως (ΑΠ 681/2014). Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές μεν, αλλά πλήρεις αιτιολογίες, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 151/2014, ΑΠ 1942/2013, ΑΠ 2075/2007, ΑΠ 44/2003). Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται εν προκειμένω η αιτίαση εκ του αριθμ. 6 του άρθρ. 560 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι "Η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (άρθρ. 560 παρ. 6 ΚΠολΔ) καθώς η αιτιολόγηση ότι "...δυνατότητα τροποποίησης που στηρίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 8 του Ν. 3869/2010. αναφέρεται στη ρύθμιση της δικαστικής αποφάσεως που αφορά τα ποσά των μηνιαίων καταβολών στο πλαίσιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του νόμου και όχι άλλα ζητήματα. Αντίστοιχη ρύθμιση λείπει στο άρθρο 9 παρ. 2 του νόμου προκειμένου περί δικαστικής αποφάσεως που εξαιρεί από την εκποίηση την πρώτη κατοικία ρυθμίζοντας την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών σε ποσοστό μέχρι και το 80% της αντικειμενικής αξίας της πρώτης κατοικίας. Ενόψει αυτής της διαφοράς πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα της ανάλογης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 4 στην περίπτωση του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου, δηλαδή της αυξομειώσεως των δόσεων και του χρονικού διαστήματος των καταβολών...", καθώς όπως ανωτέρω αναλύω, υφίσταται νόμιμος λόγος για μεταρρύθμιση της απόφασης και η αναιρεσιβαλλόμενη στερείται νόμιμης βάσης και αιτιολογίας". Με την παραπάνω κρίση του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση και δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια από το εδάφιο 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο εκ πλαγίου παραβίαση των ως άνω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, κατά παραδοχή του προαναφερόμενου πρώτου λόγου της αναίρεσης από το άρθρο 560 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., ως προς το επικουρικό αίτημα της μεταρρύθμισης της με αριθμ 6/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Δύμης αναφορικά με την αύξηση της χρονικής περιόδου αποπληρωμής του ποσού που ορίσθηκε για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της πιστώτριας της αιτούσας προκειμένου να εξαιρεθεί η πρώτη κατοικία της από την εκποίηση. Ακολούθως, πρέπει, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλον Δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ.). Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. ε` του Κ.Πολ.Δικ.). Στην παρούσα απόφαση δεν περιλαμβάνεται διάταξη για δικαστικά έξοδα κατά το άρθρο 746 του Κ.Πολ.Δικ., έστω και αν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 εδάφ. β` του ν. 3869/2010), γιατί η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου αυτού, καθώς επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση που προβλέπει το άρθρο 8 παρ. 6 εδάφ. β` του πιο πάνω ν. 3869/2010, κατά το οποίο "...Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται", που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 636/2017, ΑΠ 951/2015). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 162/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που δίκασε ως Εφετείο, ως προς το κεφάλαιο που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας και ειδικότερα ως προς το επικουρικό αίτημα της μεταρρύθμισης της με αριθμ. 6/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Δύμης αναφορικά με την αύξηση της χρονικής περιόδου αποπληρωμής του ποσού που ορίσθηκε για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της πιστώτριας της αιτούσας προκειμένου να εξαιρεθεί η πρώτη κατοικία της από την εκποίηση. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο παραπάνω δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση. Και Διατάζει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που έχει καταθέσει. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου 2019. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Νοεμβρίου 2019. H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Comments